μισορώμαιος

μισορώμαιος
μισορώμαιος, -ον (Α)
αυτός που μισεί τους Ρωμαίους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + Ρωμαῖος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μισορώμαιος — μῑσορώμαιος , μισορώμαιος Roman hater masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • МЕТРОДОР —    • Metrodoros,          Μητρόδωρος,        1. славный рапсод, упоминаемый Платоном;        2. философ с острова Хиоса, ок. 330 г. до Р. X., последователь Демокрита и учитель абдеритян Анаксарха и Гиппократа. Более о жизни и философии его ничего …   Реальный словарь классических древностей

  • μισώ — (ΑΜ μισῶ, έω) 1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι 2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι… …   Dictionary of Greek

  • μισορωμαίοις — μῑσορωμαίοις , μισορώμαιος Roman hater masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”